- μονοσήμαντος
- -η, -ο (ΑΜ μονοσήμαντος, -ον)(για λέξεις) αυτή που έχει μία μόνο σημασία, μονόσημηνεοελλ.(για παράσταση μαθηματικών συμβόλων) αυτή που παριστάνει ένα μόνο σύμβολο.[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* + -σημαντος (< σημαίνω), πρβλ. πολυ-σήμαντος].
Dictionary of Greek. 2013.